- κοιρανώ
- κοιρανῶ, -έω (Α) [κοίρανος]1. είμαι ηγεμόνας, αρχηγός, κυβερνώ («ὧς ὅγε κοιρανέων δίεπε στρατόν», Ομ. Ιλ.)2. καταδυναστεύω («ὅσσοι κραναὴν Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσιν», Ομ. Οδ.)3. είμαι κύριος κάποιου4. (σχετικά με χορό) οργανώνω, οδηγώ, ετοιμάζω («οὐδέ γὰρ θεοὶ ἁγνᾱν Χαρίτων ἅτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῑτας», Πίνδ.).
Dictionary of Greek. 2013.